αρχόμενη βουβωνοκήλη
Categories
Blog

Πώς μια αρχόμενη βουβωνοκήλη αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά;

H συνεχής καταπόνηση του σώματος από την καθημερινότητα, η άρση μεγάλου βάρους ή η περίσσεια σωματικού βάρους, πέρα από τη γενικευμένη δυσφορία που συχνά προκαλούν, δεν αποκλείεται να προκαλέσουν και μία άλλη, δυνητικά επικίνδυνη, παθολογική κατάσταση. Η παθολογική αυτή κατάσταση δεν είναι άλλη από την ανάπτυξη μιας κήλης στο κοιλιακό τοίχωμα. Μια κήλη εκδηλώνεται εξαιτίας κάποιου παράγοντα που οδηγεί σε υπερβολικά αυξημένη πίεση στο εσωτερικό της κοιλίας και μπορεί να διακριθεί περαιτέρω ανάλογα με την περιοχή εμφάνισής της. Η πιο κοινή μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος είναι η βουβωνοκήλη. Στην αρχόμενη μάλιστα φάση της η βουβωνοκήλη δεν έχει εξελιχθεί πλήρως, γεγονός που καθιστά την έγκαιρη ανεύρεσή της δύσκολη, με στόχο την αποφυγή εν δυνάμει επιπλοκών. 

Τι είναι η βουβωνοκήλη;

Η βουβωνοκήλη εντοπίζεται στη βουβωνική χώρα, στην περιοχή δηλαδή μεταξύ κορμού και μηρού και είναι δυνατό να εμφανιστεί στη δεξιά, την αριστερή ή και τις δύο πλευρές του σώματος. Πρόκειται για πάθηση που πλήττει με αυξημένη συχνότητα τον ανδρικό πληθυσμό. Η μορφή αυτή της κήλης αναπτύσσεται όταν κάποιο ενδοκοιλιακό σπλάγχνο, κατά βάση ενδοκοιλιακό λίπος ή τμήμα του εντέρου, ωθείται προς τα έξω μέσω ενός αδύναμου σημείου του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος (συγκεκριμένα του βουβωνικού πόρου). Η εξώθηση αυτή του ενδοκοιλιακού περιεχομένου εκτός της φυσιολογικής του θέσης μπορεί είτε να μην προκαλέσει αντιληπτά συμπτώματα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, είτε να συμβάλλει στην εμφάνιση άτυπων ενοχλημάτων, όπως δυσφορία και πόνος. 

Η αρχόμενη βουβωνοκήλη είναι μια πρώιμη μορφή βουβωνοκήλης, όπου υπάρχει αδυναμία ή διάσταση του κοιλιακού τοιχώματος στην περιοχή της βουβωνικής χώρας, αλλά η διόγκωση, δηλαδή η προβολή στο κοιλιακό τοίχωμα, δεν είναι ακόμα εμφανής. Είναι η φάση κατά την οποία η παθολογική κατάσταση ξεκινά να εξελίσσεται και μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανιστεί ένα ήπιο τσούξιμο ή αίσθηση καύσου στην περιοχή. Στην αρχόμενη μορφή της, η βουβωνοκήλη δεν παρουσιάζεται με τη χαρακτηριστική διόγκωση, δηλαδή με το ορατό εξόγκωμα που είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν ο ασθενής βήχει ή σηκώνει κάποιο βαρύ αντικείμενο και στον αντίποδα εξαφανίζεται όταν το άτομο ξαπλώνει. Η αρχόμενη βουβωνοκήλη δεν χαρακτηρίζεται επίσης συνήθως από την πλήρη προβολή ενός ενδοκοιλιακού σπλάχνου μέσω του βουβωνικού καναλιού, αλλά μπορεί να μετατραπεί σε μεγαλύτερη κήλη με την πάροδο του χρόνου.

Αίτια και παράγοντες κινδύνου

Η βουβωνοκήλη προκύπτει συνήθως λόγω διαφόρων συγγενών και επίκτητων παραγόντων. Συγγενείς αδυναμίες του κοιλιακού τοιχώματος, ιδίως στον ανδρικό πληθυσμό αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης κήλης. Αντίστοιχα, επίκτητοι παράγοντες, όπως η παχυσαρκία ή γενικά η περίσσεια σωματικού βάρους, η βαριά χειρωνακτική εργασία, η εγκυμοσύνη, ο χρόνιος βήχας και η χρόνια δυσκοιλιότητα, επιβαρύνουν την πίεση στην κοιλιακή χώρα και προδιαθέτουν στην εμφάνιση της πάθησης. Επίσης, οι άνδρες τείνουν να είναι πιο ευάλωτοι στην ανάπτυξη βουβωνοκήλης λόγω της ανατομίας της βουβωνικής περιοχής, καθώς ο βουβωνικός πόρος στους άνδρες περιέχει τα σπερματικά αγγεία και τον σπερματικό πόρο και είναι ένα πιο ευένδοτο ανατομικό σημείο. 

Συμπτώματα που προκαλεί μια αρχόμενη βουβωνοκήλη

Στην αρχόμενη βουβωνοκήλη, τα συμπτώματα είναι συχνά ήπια και διόλου συγκεκριμένα, γεγονός που μπορεί να δυσχεράνει ή ακόμα και να καθυστερήσει σημαντικά την ανεύρεση της κήλης. Οι ασθενείς αναφέρουν συνήθως αίσθηση βάρους ή καύσου αλλά και ένα ήπιο τσούξιμο στη βουβωνική περιοχή, ειδικά μετά από σωματική άσκηση, παρατεταμένη ορθοστασία ή άρση βαρέων αντικειμένων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει πόνος που ακτινοβολεί προς τον όρχι στους άνδρες ή τον μηρό. Τα συμπτώματα συχνά υποχωρούν σε κατάσταση ανάπαυσης, αλλά τείνουν να επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Εάν μια αρχόμενη βουβωνοκήλη δεν αντιμετωπιστεί ή ο ασθενής αγνοήσει τις συστάσεις και καταπονείται συστηματικά, είναι πιθανό να συνεχίσει να επιδεινώνεται. Σε αυτή την περίπτωση, δημιουργείται μια ορατή διόγκωση καθώς το ενδοκοιλιακό σπλάχνο καταλήγει να προβάλλει πλήρως δια του βουβωνικού καναλιού.

Διάγνωση 

Η διάγνωση μιας αρχόμενης βουβωνοκήλης βασίζεται κατά κύριο λόγο στην κλινική εξέταση και την εκτέλεση απεικονιστικών εξετάσεων. Κατά την κλινική εξέταση, γίνεται εκτίμηση της περιοχής προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πιθανής διόγκωσης ή χάσματος. Πολύτιμο εργαλείο για τη διάγνωση μιας αρχόμενης βουβωνοκήλης είναι το υπερηχογράφημα βουβωνικής χώρας. Η απεικονιστική αυτή εξέταση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την απεικόνιση μικρών αλλοιώσεων στο κοιλιακό τοίχωμα, οι οποίες δεν καθίστανται εύκολα ορατές κατά την κλινική εξέταση.

Αρχόμενη Βουβωνοκήλη & Θεραπεία

Ακόμα και μια μικρή, αρχόμενη βουβωνοκήλη δεν πρόκειται να υποχωρήσει από μόνη της. Συνεπώς, η συστηματική παρακολούθηση του ασθενούς και ο προγραμματισμός της χειρουργικής αποκατάστασής της στο μέλλον αποτελούν τις βασικές επιλογές για τη διαχείρισή της. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η χειρουργική επέμβαση συνιστάται πριν η κήλη επιδεινωθεί και προκαλέσει συμπτώματα ή ακόμα και επιπλοκές, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα συντηρητικής θεραπείας. Μάλιστα, η χειρουργική αποκατάσταση της βουβωνοκήλης έχει εξελιχθεί ραγδαία, με τις σύγχρονες τεχνικές να προσφέρουν εξαιρετικά αποτελέσματα σε σύγκριση με το κλασικό ανοιχτό χειρουργείο. Η ενδοσκοπική τεχνική TEP (Totally Extraperitoneal Repair) θεωρείται η πιο εξελιγμένη και ελάχιστα επεμβατική μέθοδος για τη διόρθωση της συγκεκριμένης μορφής κήλης, υπερέχοντας στα σημεία τόσο της λαπαροσκοπικής τεχνικής TAPP (Transabdominal PrePeritoneal Repair) όσο και των παραδοσιακών ανοικτών μεθόδων. 

Σε αντίθεση με την τεχνική TAPP, η οποία απαιτεί πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα, η TEP πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου εξωπεριτοναϊκά, χωρίς να υπάρχει καμία επαφή με τα ενδοκοιλιακά όργανα. Αυτή η προσέγγιση ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο επιπλοκών που σχετίζονται με τη χειρουργική επαφή με τα σπλάγχνα. Η τεχνική TEP πραγματοποιείται μέσα από μόλις τρεις μικροσκοπικές τομές, από τις οποίες εισάγονται το λαπαροσκόπιο και τα ειδικά χειρουργικά εργαλεία. Η κάμερα που βρίσκεται στο άκρο του του λαπαροσκοπίου παρέχει μεγεθυμένη και υψηλής ευκρίνειας εικόνα του κοιλιακού τοιχώματος, γεγονός που επιτρέπει την αποκατάσταση της κήλης με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια και ασφάλεια. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, όλοι οι χειρισμοί πραγματοποιούνται μεταξύ των μυικών ομάδων στο κοιλιακό τοίχωμα. Η κήλη ανατάσσεται, δημιουργείται ο κατάλληλος χώρος κι έπειτα τοποθετείται ένα συνθετικό πλέγμα στην πάσχουσα περιοχή με σκοπό την ενίσχυσή της. 

Τα πλεονεκτήματα της ενδοσκοπικής τεχνικής TEP είναι πολυάριθμα και την καθιστούν την ιδανική επιλογή για τη θεραπεία της βουβωνοκήλης. Η ελάχιστη χειρουργική βλάβη στους ιστούς εξασφαλίζει σχεδόν μηδενική απώλεια αίματος και ταχύτατη ανάρρωση. Λόγω της αποφυγής εισόδου στο εσωτερικό της κοιλίας και της μη χρήσης ραμμάτων και καθηλωτικών υλικών για τη στερέωση του πλέγματος, ο ασθενής χρειάζεται ελάχιστα παυσίπονα και επιστρέφει στις καθημερινές του δραστηριότητες άμεσα. Το γεγονός ότι η τεχνική αυτή αποφεύγει την είσοδο στην περιτοναϊκή κοιλότητα μειώνει τον μετεγχειρητικό πόνο και τον κίνδυνο επιπλοκών, όπως οι συμφύσεις ή οι κακώσεις των εσωτερικών οργάνων. Επιπλέον, η ίδια τεχνική μπορεί να εφαρμοστεί για τη διόρθωση αμφοτερόπλευρων βουβωνοκηλών ή και άλλων κηλών που μπορεί να μην είχαν διαγνωστεί προεγχειρητικά, όπως οι μηροκήλες. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό λόγω των μικρών τομών, ενώ η αποφυγή τραυματισμού νεύρων και αιμοφόρων αγγείων της περιοχής μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών, όπως διαταραχές στην αιμάτωση των όρχεων στους άνδρες. Βέβαια, η μέθοδος TEP θεωρείται τεχνικά απαιτητική λόγω της απόλυτης ακρίβειας που απαιτεί, συνεπώς η επιλογή του κατάλληλου χειρουργού για να την πραγματοποιήσει κρίνεται αναγκαία. Ο Γενικός Χειρουργός Χαράλαμπος Σπυρόπουλος έχει λάβει εκτενή εκπαίδευση και μετεκπαίδευση σε αυτή την τεχνική, σε κορυφαία κέντρα του εξωτερικού, ώστε να είναι σε θέση να απαλλάξει οριστικά τους ασθενείς του από τα ενοχλητικά συμπτώματα της βουβωνοκήλης.

Καλεστε μας